αγιόξυλο

αγιόξυλο
το
1. το ξύλο τού Τιμίου Σταυρού, από το οποίο κατασκευάζονται φυλαχτά. Τα φυλαχτά αυτά, όπως πιστεύεται, προστατεύουν αυτούς που τά φορούν από κάθε κακό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αγιόξυλο — το το ξύλο του φυτού πύξου· σπν. το τιμιόξυλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”